- πληθυντικός
- -ή, -ό / πληθυντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πληθύνω]φρ. «πληθυντικός αριθμός» ή, απλώς, «πληθυντικός»γραμμ. ο αριθμός στην κλίση ονομάτων και ρημάτων που φανερώνει δύο ή περισσότερα πρόσωπα, ζώα ή πράγματανεοελλ.φρ. «τού μιλώ στον πληθυντικό» — απευθύνομαι σε κάποιον με σεβασμό ή με τυπικότητα χρησιμοποιώντας στον λόγο μου το ρήμα και την αντωνυμία τού β' προσώπου στον πληθυντικό αριθμόμσν.αυτός που έχει την ικανότητα να αυξάνει, να πληθαίνει κάτι («ἡ αὔξησις καὶ ἡ πληθυντικὴ πλήρωσις», Ευστ.)αρχ.φρ. «αἱ πληθυντικαὶ χρήσεις» ή, απλώς, «τὰ πληθυντικά» — η χρησιμοποίηση τού πληθυντικού αριθμού.επίρρ...πληθυντικῶς ΜΑστον πληθυντικό αριθμό («λέγουσι δὲ καὶ πληθυντικῶς Ἀφίδνας», Στράθ.).
Dictionary of Greek. 2013.